στάμπο

στάμπο
το, Ν
στάμπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στάμπα — η, και στάμπο, το, Ν 1. τύπος γραμμάτων, λέξεων, συνθηματικών σημείων από ξύλο ή άλλο υλικό, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα αυτού τού τύπου 3. ύφασμα χρωματισμένο με τον τύπο αυτό 4. πρότυπο σχέδιο, αχνάρι για την κατασκευή υποδημάτων κ.ά. ειδών 5. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”